μετεμψύχωση — η η μετάβαση της ψυχής του ανθρώπου μετά θάνατο σε ζώο ή άνθρωπο, η μετενσάρκωση: Πολλοί ασιατικοί λαοί πιστεύουν στη μετεμψύχωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση — Αρχαία φιλοσοφικό θρησκευτική διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία η ψυχή κατά τον θάνατο του σώματος μεταβαίνει σε έναν άλλο ζωντανό οργανισμό. Η μ. εισήχθη πιθανότατα από την Ανατολή στον κλασικό κόσμο, όπου όμως δεν εντάχθηκε στα θρησκευτικά… … Dictionary of Greek
Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… … Dictionary of Greek
βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… … Dictionary of Greek
επανακύκλησις — ἐπανακύκλησις και σπαν. ἐπανακύκλωσις, η (AM) [επανακυκλώ] περιστροφή κύκλου στον εαυτό του, περιστροφή κυκλική («περὶ τὰς τῶν κύκλων πρὸς ἑαυτοὺς ἐπανακυκλήσεις και προσχωρήσεις», Πλάτ.) μσν. (για μετεμψύχωση) κύκλος, περιστροφή … Dictionary of Greek
εύφορβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πανθόου και της Φροντίδας. Πολέμησε γενναία στο πλευρό των Τρώων, τραυμάτισε τον Πάτροκλο αλλά τελικά σκοτώθηκε από τον Μενέλαο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία, ο Μενέλαος αφιέρωσε στον ναό της Ήρας στο Άργος … Dictionary of Greek
ζωολατρία — Θρησκευτικός όρος που αναφέρεται στη θεοποίηση των ζώων και στην απόδοση λατρείας σε αυτά, που οφείλεται είτε στην εξαιρετική τους δύναμη είτε στην υπεροχή τους ως προς κάποια ιδιότητα έναντι του ανθρώπου. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, έχοντας διακρίνει … Dictionary of Greek
κάρμα — (karma). Κεντρικό δόγμα της ινδικής θρησκείας και σκέψης. Στα σανσκριτικά κ. σημαίνει πράξη και κατά τη βεδική περίοδο είχε την έννοια της δύναμης της τελετουργικής πράξης και των αποτελεσμάτων της, που ήταν συνδεμένη με το βράχμαν, την παγκόσμια … Dictionary of Greek
μετένδεσις — μετένδεσις, ἡ (Α) [μετενδούμαι] μετεμψύχωση, μετενσωμάτωση … Dictionary of Greek
μεταγγίζω — (ΑM μεταγγίζω) μεταφέρω υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.) νεοελλ. διοχετεύω υγρό μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) μεταγγίζομαι (για την ψυχή κατά την πυθαγόρεια μετεμψύχωση) μεταφέρομαι σε άλλο σώμα («ἐρῶ δὲ ὑμῑν… … Dictionary of Greek